κοιλοποδία

κοιλοποδία
Δυσμορφία του κάτω άκρου, κατά την οποία παρατηρείται αύξηση της κυρτότητας της καμάρας (καμπύλης) του πέλματος. Αποτελεί, δηλαδή, ακριβώς το αντίθετο της πλατυποδίας, στην οποία μικραίνει η καμάρα του πέλματος και γίνεται επίπεδη. Η κ. είναι δυσμορφία συγγενής ή επίκτητη και δημιουργείται εξαιτίας της παράλυσης ορισμένων μυών, οι οποίοι συγκρατούν τα οστά και διατηρούν το φυσιολογικό σχήμα του πέλματος. Η διόρθωση της δυσμορφίας αυτής επιτυγχάνεται είτε με γύψινο επίδεσμο είτε με χειρουργική επέμβαση.
* * *
η
(ορθοπεδ.) παραμόρφωση τού άκρου ποδός, που συνίσταται σε υπερβολική κύρτωση τής καμάρας τού πέλματος, συγγενή ή επίκτητη λόγω πολυομυελίτιδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -ποδία (< πούς, ποδός), πρβλ. μεγαλο-ποδία, πλατυ-ποδία. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hollowfoot].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • κοιλόπους — –ουν αυτός που έχει κοιλοποδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + πους (< πούς), πρβλ. μεγαλό πους, ωκύ πους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”